ὀγδοηκοστός

ὀγδοηκοστός
ὀγδοηκοστός
eightieth
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ογδοηκοστός — ή, ό (Α ὀγδοηκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο ντα + στός (πρβλ. εβδομηκο στός, εξηκο… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοστός — ή, ό αυτός που έχει αριθμό 80 στη σειρά ή στην τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀγδοηκοστόν — ὀγδοηκοστός eightieth masc acc sg ὀγδοηκοστός eightieth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστοῦ — ὀγδοηκοστός eightieth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστῆς — ὀγδοηκοστός eightieth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστῇ — ὀγδοηκοστός eightieth fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστή — ὀγδοηκοστός eightieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστήν — ὀγδοηκοστός eightieth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδοηκοστῷ — ὀγδοηκοστός eightieth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογδοηκοσθέβδομος — ὀγδοηκοσθέβδομος, ον (Μ) ογδοηκοστός έβδομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοηκοστός + ἕβδομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”